- ιππογυποι
- ἱππόγυποιἱππό-γῡποιοἱ гиппогипы, конекоршуны (баснословное племя, ездившее верхом на коршунах) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιππόγυποι — ἱππόγυποι, οί (Α) ιππικό από γύπες, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γύπες αντί για ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + γύποι (< γύψ), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] … Dictionary of Greek
ἱππόγυποι — ἱππόγῡποι , ἱππόγυποι vulture cavalry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ἱππογύποις — ἱππογύ̱ποις , ἱππόγυποι vulture cavalry masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππογύπους — ἱππογύ̱πους , ἱππόγυποι vulture cavalry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)